- ἔθεον
- θέωdhávateimperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic)θέωdhávateimperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κἄθεον — ἄθεον , ἄθεος without God masc/fem acc sg ἄθεον , ἄθεος without God neut nom/voc/acc sg ἔθεον , θέω dhávate imperf ind act 3rd pl (epic doric ionic aeolic) ἔθεον , θέω dhávate imperf ind act 1st sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πάταγος — ο, ΝΜΑ δυνατός κρότος (α. «πάταγος δὲ τε γίγνετ ὀδόντων», Ομ. Ιλ. β. «πάταγος ἀνέμου», Δίον. Αλ.) νεοελλ. μτφ. ζωηρή εντύπωση από κάποιο γεγονός η οποία εκφράζεται με θορυβώδη συζήτηση («μόλις μαθευτεί η είδηση θα γίνει πάταγος») μσν. θόρυβος αρχ … Dictionary of Greek